- πιττακίζω
- πιττᾰκ-ίζω,A attach a label to a thing, [κωθώνιον] PMag.Par.1.2952.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πιττακίζω — Α [πιττάκιον] επιθέτω σε κάποιον πιττάκιο, έμπλαστρο … Dictionary of Greek
πιττακίσας — πιττακίσᾱς , πιττακίζω attach a label to aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)